- ασυμμάζωχτος
- η , ο см. ασυμμάζευτος 1, 7
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυμμάζευτος — ασυμμάζευτος, η, ο και ασυμμάζωχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμαζεύεται, ανοικονόμητος, ρέμπελος: Έχει μια κόρη ασυμμάζωχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)